κατεργασία

κατεργασία
η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι]
1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.)
2. η επεξεργασία τής τροφής με τη μάσηση ή την πέψη («μεγάλα τὰ τῶν κερατοφόρων ἔντερα διὰ τὴν κατεργασίαν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. παραγωγή («τοῡ δὲ Όσίριδος ἐπινοησαμένου τὴν τούτων κατεργασίαν τῶν καρπῶν», Διόδ.)
2. καλλιέργεια τής γης («κατεργασίαι και κοπρίσεις», Θεόφρ.)
3. γεν. κατασκευή, παρασκευή, φτιάξιμο
4. φρ. «ἡ τοῡ πυρὸς κατεργασία» — ψήσιμο, βράσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεργασία — κατεργασίᾱ , κατεργασία working up fem nom/voc/acc dual κατεργασίᾱ , κατεργασία working up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργασίᾳ — κατεργασίᾱͅ , κατεργασία working up fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργασία — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατεργάζομαι, επεξεργασία, δούλεμα: Τα δέρματα αυτά θέλουν ειδική κατεργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανουργική κατεργασία — Το σύνολο των λειτουργιών οι οποίες, χρησιμοποιώντας μηχανολογικό εξοπλισμό, διαμορφώνουν υλικά με στόχο την παραγωγή εξαρτημάτων με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλά μηχανουργικά εργαλεία, το πιο βασικό των οποίων είναι ο τόρνος. Ο… …   Dictionary of Greek

  • κατεργασίας — κατεργασίᾱς , κατεργασία working up fem acc pl κατεργασίᾱς , κατεργασία working up fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… …   Dictionary of Greek

  • κατεργασίαι — κατεργασίᾱͅ , κατεργασία working up fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργασίαν — κατεργασίᾱν , κατεργασία working up fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • κατεργασίαις — κατεργασία working up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”